υπεράγιος

υπεράγιος
-α, -ο
ο υπερβολικά άγιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπεράγιος — ία, ο / ὑπεράγιος, ία, ον, ΝΜ ο πάρα πολύ άγιος, ο απόλυτα άγιος («ὑπεραγία θεοτόκος», Ανδρ. Κρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”